Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θεσιθήρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεσιθήρας ο [θesiθíras] Ο2 : αυτός που επιδιώκει επίμονα να διοριστεί σε κάποια δημόσια κυρίως θέση, χωρίς να έχει όμως σκοπό να εργαστεί ευσυνείδητα και σοβαρά.

[λόγ. θέσι(ς) + -θήρας κατά το προικοθήρας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go