Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θερμοκαυτήρας ο [θermokaftíras] Ο2 : ιατρικό εργαλείο με το οποίο γίνονται οι καυτηριάσεις: Hλεκτρικός ~, που η βελόνα του πυρακτώνεται με χαμηλό ηλεκτρικό ρεύμα.
[λόγ. < γαλλ. thermocautère < thermo- = θερμο- + cautère < ελνστ. καυτήρ, αιτ. -ῆρα `εργαλείο καυτηριασμού΄]



