Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θερμοκαυτήρας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θερμοκαυτήρας ο [θermokaftíras] Ο2 : ιατρικό εργαλείο με το οποίο γίνονται οι καυτηριάσεις: Hλεκτρικός ~, που η βελόνα του πυρακτώνεται με χαμηλό ηλεκτρικό ρεύμα.

[λόγ. < γαλλ. thermocautère < thermo- = θερμο- + cautère < ελνστ. καυτήρ, αιτ. -ῆρα `εργαλείο καυτηριασμού΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες