Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θερμάστρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θερμάστρα η [θermástra] Ο25 : συσκευή που λειτουργεί με στερεά ή υγρά καύσιμα ή με ηλεκτρισμό και που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση εσωτερικών χώρων· σόμπα.

[λόγ. < ελνστ. θερμάστρα `φούρνος΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go