Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θερισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θερισμός ο [θerizmós] Ο17 : το κόψιμο των ώριμων δημητριακών με δρεπάνι ή με άλλο μηχανικό μέσο.

[αρχ. ή λόγ. < αρχ. θερισμός]

[Λεξικό Κριαρά]
θερισμός ο.
  • α) Θερισμός:
    • (Φυσιολ. (Zur.) XX 3α1
    • (μεταφ.):
      • (Μορεζίν., Λόγ. 467
  • β) ο καιρός του θερισμού· το καλοκαίρι:
    • (Δούκ. 24121).

[αρχ. ουσ. θερισμός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες