Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεριακλίκι το [θerjaklíki] Ο44α : (οικ.) το πάθος που χαρακτηρίζει το θεριακλή.
[θεριακλ(ής) -ίκι 1, με επίδρ. του τουρκ. tiryakîlik `θεριακλίκι΄]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[θεριακλ(ής) -ίκι 1, με επίδρ. του τουρκ. tiryakîlik `θεριακλίκι΄]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |