Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θεοφιλής -ής -ές
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
θεοφιλής, επίθ.· υπερθ. θεοφιλέστατος.
  • Τίτλος επισκόπου:
    • θεοφιλέστατοι επίσκοποι (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 13r).

[αρχ. επίθ. θεοφιλής. Η λ. και σήμ. εκκλ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεοφιλής -ής -ές [θeofilís] Ε10 : που τον αγαπάει ο Θεός, που είναι αρεστός στο Θεό. || (ως ουσ.) ο Θεοφιλέστατος, ιδίως ως προσφώνηση επισκόπου ή αρχιμανδρίτη.

[λόγ. < αρχ. θεοφιλής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go