Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεοσέβεια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεοσέβεια η [θeosévia] Ο27 : ΣYN ευσέβεια. 1. η εκδήλωση σεβασμού προς το Θεό. 2. η ιδιότητα του θεοσεβούς.

[λόγ. < αρχ. θεοσέβεια]

[Λεξικό Κριαρά]
θεοσέβεια η· θεοσεβεία.
  • Σεβασμός προς το Θεό:
    • (Χούμνου, Κοσμογ. 407).

[αρχ. ουσ. θεοσέβεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες