Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεοπρεπώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
θεοπρεπώς, επίρρ.
  • Με τρόπο που ταιριάζει στο Θεό:
    • θεοπρεπώς δοξάζεσθαι (Αξαγ., Καρολ. Ε´ 1323).

[μτγν. επίρρ. θεοπρεπώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες