Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεοκατάρατος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
θεοκατάρατος, επίθ.
  • Καταραμένος από το Θεό:
    • (Χρον. Μορ. H 657).

[<ουσ. Θεός + καταρώμαι. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεοκατάρατος -η -ο [θeokatáratos] Ε5 : που τον έχει ή μακάρι να τον έχει καταραστεί ο Θεός.

[ελνστ. θεοκατάρατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες