Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θεογεννήτρια
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
θεογεννήτρια η.
  • Η μητέρα του Θεού, η Παναγία:
    • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 43).

[<ουσ. Θεός + γεννήτρια. Η λ. τον 4. αι. (Lampe, λ. ία)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go