Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεοβάδιστος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
θεοβάδιστος, επίθ.
  • (Ως επίθ. του όρους Σινά) που πάνω του βάδισε ο Θεός:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 6).

[<ουσ. Θεός + βαδίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεοβάδιστος -η -ο [θeováδistos] Ε5 : στην έκφραση το θεοβάδιστο όρος, το όρος Σινά.

[λόγ. < μσν. θεοβάδιστος < θεο-I + βαδισ- (βαδίζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες