Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεμελιώδης -ης -ες [θemelióδis] Ε11 : ο θεμελιακός, ο βασικός, ο ουσιώδης: ~ κανόνας / νόμος. Θεμελιώδεις αρχές. Aπαγορεύεται η αναθεώρηση των θεμελιωδών διατάξεων του συντάγματος. Θεμελιώδες ζήτημα / πρόβλημα.
[λόγ. θεμέλι(ον) -ώδης]



