Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεμελιακός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεμελιακός -ή -ό [θemeliakós] Ε1 : που αποτελεί τη βάση, την ουσία· θεμελιώδης: Θεμελιακό στοιχείο / πρόβλημα / ζήτημα, πολύ σημαντικό.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. θεμελιακός < θεμέλι(ον) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες