Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θεμέλιον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
θεμέλιον το· θεμέλιο· γεν. θεμελιού.
  • 1)
    • α) Θεμέλιο:
      • (Ζήν. Β´ 406
      • έκφρ. από θεμελιού = (με ρ. που σημαίνει «καταστρέφω») συθέμελα, ολοκληρωτικά (εδώ μεταφ.):
        • (Διακρούσ. 866
    • β) (μεταφ.) θεμέλιο, βάση, στήριγμα:
      • τα θεμέλια της καρδίας μου απέσω εσέναν έχουν (Λίβ. Sc. 1470
      • στύλε, θεμέλιο, καύχημα που σ’ έχουσι οι Κορνάροι (Ζήν. Πρόλ. 64).
  • 2) (Μεταφ.) αιτία:
    • Η μάνητα του βασιλιού είναι δίχως θεμέλιο (Ερωτόκρ. Γ´ 995).

[αρχ. ουσ. θεμέλιον. Ο τ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go