Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θεληματικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
θεληματικός, επίθ.
  • Που γίνεται με τη θέληση κάπ., εκούσιος:
    • να λάβει τον θεληματικόν θάνατον και υστερηθεί την δόξαν του Θεού (Ιστ. πατρ. 9615
    • Θυσία θεληματική (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [456]).

[<ουσ. θέλημα + κατάλ. ικός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεληματικός -ή -ό [θelimatikós] Ε1 : 1. που έχει ή που φανερώνει ισχυρή θέληση: Θεληματικό πιγούνι. 2. για κτ. που γίνεται με τη θέληση εκείνου που το κάνει· εκούσιος, ηθελημένος. ANT ακούσιος, αθέλητος: Θεληματικές κινήσεις. ANT ενστικτώδεις, μηχανικές. θεληματικά ΕΠIΡΡ.

[μσν. θεληματικός < θεληματ- (θελημα) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go