Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεληματικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
θεληματικά, επίρρ.
  • Με τη θέληση κάπ.:
    • Ο Θεός έκαμεν τον άνθρωπον … θεληματικά να κάμνει ίσια τα αρεσκόμενα του Θεού (Χριστ. διδασκ. 52).

[<επίθ. θεληματικός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες