Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θεληματάρης
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
θεληματάρης ο.
  • Αυτός που προσφέρει στρατιωτικές υπηρεσίες θεληματικά και όχι από κάποια υποχρέωση ή καθήκον, «εθελοντής»·
    • (εδώ μειωτ. προκ. για στρατιωτικούς που θεωρείται ότι ενεργούν όπως θέλουν, χωρίς πειθαρχία και τάξη):
      • οι Αλαμάνοι ευρίσκονται … ένας λαός ακέφαλος, όλοι θεληματάροι (Χρον. Μορ. H 6935· 604).

[<ουσ. θέλημα + κατάλ. άρης, πιθ. κατά μετάφρ. του μεσν. λατ. voluntarius (Du Cange, Lat., λ. ii). Τ. άριος στον Παχυμέρη (βλ. και Du Cange, στη λ.). Βλ. και Ι. Καραγιαννόπουλος, στο Φιλέλλην. Studies in honour of R. Browning, Βενετία 1996, σσ. 159-74. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go