Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θειάφιον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
θειάφιον το· δειάφι· θεάφιον· τεάφι· τειάφι(ν)· τειάφτι(ν)· γεν. τεάφου.
  • Θειάφι:
    • Τειάφι και πίσσα … και κατράμι (Αχέλ. 1776).

[<αρχ. ουσ. θείον + κατάλ. άφιον. Ο τ. δειάφι στο Somav. (λ. θειάφι, γρ. διάφι) και σήμ. κρητ. Ο τ. θεάφιον στον Ησύχ. (L‑S). Οι τ. τεάφιν και τειάφι (γρ. τιάφι) στο Du Cange (λ. τεάφη). Τ. θειάφι στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. το 12. αι. (L‑S)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες