Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεατός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεατός -ή -ό [θeatós] Ε1 : που φαίνεται, που μπορεί κανείς να τον δει· ορατός. ANT αθέατος: H θεατή και η αθέατη πλευρά ενός αντικειμένου / ενός ζητήματος. Φωτογραφίες από τη θεατή πλευρά της Σελήνης.

[λόγ. < αρχ. θεατός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες