Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θεατρολόγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεατρολόγος ο [θeatrolóγos] Ο18 θηλ. θεατρολόγος [θeatrolóγos] Ο35 : ειδικός που ασχολείται με το θέατρο.

[λόγ. θέατρ(ον) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go