Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεατράνθρωπος ο [θeatránθropos] Ο20 : για καλλιτέχνη που είναι αφοσιωμένος στο θέατρο, που το θέατρο αποτελεί το επίκεντρο των ενδιαφερόντων και των δραστηριοτήτων του: Ο Kάρολος Kουν, ο μεγάλος αυτός ~.
[λόγ. θέατρ(ο) + άνθρωπος, σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. θεατρογνώστης, μτφρδ. γαλλ. homme de théâtre ή γερμ. Theatermann]



