Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θεατής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεατής ο [θeatís] Ο7 : 1. αυτός που παρακολουθεί ένα οργανωμένο θέαμα, μια παράσταση: ~ του θεάτρου / του κινηματογράφου / του ποδοσφαίρου. Οι θεατές όρθιοι χειροκροτούσαν τους ηθοποιούς. H παράσταση προκάλεσε τις ζωηρές επιδοκιμασίες / αποδοκιμασίες των θεατών. || Οι θεατές της τηλεόρασης, οι τηλεθατές. 2. αυτός που βλέπει, που παρακολουθεί ένα θέαμα: α. με κάποιο ενδιαφέρον, με ηθελημένη ή αθέλητη συμμετοχή: Yπήρξαν / έγιναν θεατές μιας μεγάλης καταστροφής. β. αδιάφορα, χωρίς συμμετοχή: Έμειναν (απλοί) θεατές του επεισοδίου. H Ελλάδα δεν πρέπει να παίξει το ρόλο του (απλού) θεατή των τεχνολογικών εξελίξεων.

[λόγ. < αρχ. θεατής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go