Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θεαματικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεαματικός -ή -ό [θeamatikós] Ε1 : 1. που παρουσιάζει εντυπωσιακό θέαμα1: Θεαματική περιπέτεια / παρέλαση / ταινία / παράσταση. Θεαματική εκτίναξη / απόκρουση του τερματοφύλακα. Tο ποδόσφαιρο είναι πολύ θεαματικό άθλημα. 2. εντυπωσιακός: Θεαματική πράξη / χειρονομία. ~ ελιγμός. θεαματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. θεαματ- (θέαμα) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go