Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θεάρεστος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
θεάρεστος, επίθ.
  • Αρεστός στο Θεό, ευσεβής:
    • προς έργον θεάρεστον να σε παρακινήσω (Μαρκάδ. 128).

[μτγν. επίθ. θεάρεστος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεάρεστος -η -ο [θeárestos] Ε5 : (συνήθ. για πράξεις) που είναι αρεστός στο Θεό: Θεάρεστο έργο. H ελεημοσύνη είναι πράξη θεάρεστη.

[λόγ. < ελνστ. θεάρεστος (< θεός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go