Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θαυματουργός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
θαυματουργός, επίθ.
  • Θαυματουργός:
    • εικόνα … θαυματουργή (Συναδ. φ. 37r
    • (ως επίθ. αγίων):
      • του αγίου Γρηγορίου του θαυματουργού (Hagia Sophia ω 51413).

[μτγν. επίθ. θαυματουργός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θαυματουργός -ή -ό [θavmaturγós] Ε1 : 1. που έχει την ικανότητα να κάνει θαύματα: Άγιος Nεκτάριος ο ~. Περιφέρουν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. 2. (μτφ.) που είναι πολύ αποτελεσματικός: Θαυματουργό φάρμακο / μηχάνημα. (έκφρ.) μικρό(ς), αλλά θαυματουργό(ς), για κπ. ή για κτ. με ικανότητα, αποτελεσματικότητα δυσανάλογα μεγάλη προς το μικρό μέγεθός του.

[λόγ. < ελνστ. θαυματουργός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες