Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θαυμαστικά, επίρρ.
-
- Θαυμαστά:
- ήτον η κορφή εκείνης … της πύρας έμορφα και θαυμαστικά όλη συσκεπασμένη (Θησ. ΙΑ´ [292]).
[<επίθ. θαυμαστικός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Θαυμαστά:



