Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θαρρετά
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
θαρρετά, επίρρ.· θαρρητά.
  • Με θάρρος:
    • Σιμώσετέ μας θαρρετά (Πανώρ. Ε´ 323).

[<επίθ. θαρρετός. Η λ. στο Du Cange (λ. θάρος) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες