Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θαρρετά, επίρρ.· θαρρητά.
-
- Με θάρρος:
- Σιμώσετέ μας θαρρετά (Πανώρ. Ε´ 323).
[<επίθ. θαρρετός. Η λ. στο Du Cange (λ. θάρος) και σήμ.]
- Με θάρρος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<επίθ. θαρρετός. Η λ. στο Du Cange (λ. θάρος) και σήμ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |