Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θανατωμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
θανατωμός ο.
  • Θανάτωση (ως σύστ. αντικ.):
    • οπού δέρνει τον πατέρα του και την μάννα του θανατωμό να θανατωθεί (Πεντ. Έξ. XXI 15
    • (μεταφ.):
      • θανατωμός της αμαρτίας (Χριστ. διδασκ. 223).

[<θανατώνω + κατάλ. μός. Η λ. στο Somav.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες