Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θανατοσφαγμένος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
θανατοσφαγμένος, μτχ. επίθ.· θανατοσφαμένος.
  • Νεκρός:
    • πικρόν το βλέπειν την σην ομόψυχον … θανατοσφαμένην (Καλλίμ. 1441).

[<ουσ. θάνατος + μτχ. παρκ. του σφάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες