Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θανατοποινίτης ο [θanatopinítis] Ο10 θηλ. θανατοποινίτισσα [θanato pinítisa] Ο27 : αυτός που είναι καταδικασμένος σε θάνατο και πρόκειται να εκτελεστεί· (πρβ. μελλοθάνατος): Δραπέτευσαν από τη φυλακή δύο θανατοποινίτες. Tα κελιά των θανατοποινιτών.
[λόγ. θανάτ(ου) -ο- + ποιν(ή) -ίτης· λόγ. θανατοποινίτ(ης) -ισσα]



