Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θανατερός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
θανατερός, επίθ.
  • Θανάσιμος, θανατηφόρος:
    • η πληγή σου, κάτεχε, θανατερή δεν είναι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1274]).

[<επίθ. θανατηρός (12. αι., L‑S). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θανατερός -ή -ό [θanaterós] Ε1 : (λογοτ.) που μπορεί να προκαλέσει το θάνατο, θανατηφόρος.

[μσν. θανατερός < θανατηρός με τροπή του άτ. [ir > er] < θάνατ(ος) -ηρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες