Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θανατερά
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
θανατερά, επίρρ.
  • Θανάσιμα:
    • Θανατερά ήτονε λαβωμένος (Λίμπον. 526).

[<επίθ. θανατερός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες