Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θανή
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θανή η [θaní] Ο29 : (λογοτ.) ο θάνατος: Aκατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη ~.

[μσν. θανή < έναρθρο απαρέμφ. τό θανεῖν του αρχ. ρ. θνFFήσκω, αναλ. προς το ταφή]

[Λεξικό Κριαρά]
θανή η.
  • Θάνατος:
    • μέχρι θανής (Διγ. Z 2288
    • να σας ειπώ τα τέλη του, να ειπώ και την θανήν του (Σταυριν. 9).

[<απαρέμφ. το θανείν αναλογ. προς το ταφή. Η λ. στο Steph., στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go