Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θαλιδομίδη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θαλιδομίδη η [θaliδomíδi] Ο30 : φάρμακο που χρησιμοποιήθηκε ως ηρεμιστικό και υπνωτικό: Tα παιδιά της θαλιδομίδης, για παιδιά που γεννήθηκαν με κακοπλασίες, από μητέρες που κατά τη διάρκεια της κύησής τους έπαιρναν θαλιδομίδη.

[λόγ. < γερμ. Thalidomid (σήμα κατατ.) (ορθογρ. δαν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go