Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θαλασσώνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θαλασσώνω [θalasóno] Ρ1α : μόνο στη ΦΡ τα ~· ΣYN ΦΡ τα κάνω θάλασσα: α. χάνω το λογικό ειρμό που συνδέει τα στοιχεία ενός συνόλου, με αποτέλεσμα να κάνω σφάλματα: Aπό την ταραχή του τα θαλάσσωσε. β. αποτυχαίνω τελείως: Tα θαλάσσωσε στις εξετάσεις και δεν προβιβάστηκε.

[θάλασσ(α) -ώνω (διαφ. το ελνστ. θαλασσῶ `μετατρέπω σε θάλασσα΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
θαλασσώνω.
  • 1) Μετατρέπω κ. σε θάλασσα:
    • την γην εθαλάσσωσεν (Δούκ. 3399).
  • 2) Πλημμυρίζω κ.:
    • εθαλάσσωσαν τους τόπους εξ αιμάτων ανθρωπίνων (Ερμον. Χ 276).

[αρχ. θαλασσόω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go