Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θαλασσόνερο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θαλασσόνερο το [θalasónero] Ο41 : το θαλασσινό νερό: Aνοίξαν μια γούβα στην άμμο και τη γέμιζαν με ~.

[θαλασσο- + νερ(ό) -ο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go