Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θαλασσοπλοΐα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θαλασσοπλοΐα η [θalasoploía] Ο25 : το να διαπλέει, να διασχίζει κανείς τη θάλασσα με πλοίο: H ~ των Πορτογάλων / των Iσπανών στην εποχή των γεωγραφικών ανακαλύψεων.

[λόγ. θαλασσο- + -πλοΐα μτφρδ. γαλλ. navigation maritime ή γερμ. Seefahrt (δες και ακτοπλοΐα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go