Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θαλασσομάχος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θαλασσομάχος ο [θalasomáxos] Ο18 : 1. αυτός που πολέμησε σε πολλές ναυμαχίες: Οι θαλασσομάχοι του ΄21. 2. αυτός που ριψοκινδύνευσε πολλές φορές στη θάλασσα.

[ελνστ. θαλασσομάχος]

[Λεξικό Κριαρά]
θαλασσομάχος ο.
  • Ναυτικός:
    • (Ασσίζ. 630).

[μτγν. επίθ. θαλασσομάχος ως ουσ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Andr.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες