Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαλασσοδάνειο το [θalasoδánio] Ο40 : 1. δάνειο με υψηλό τόκο που δίνεται σε ιδιοκτήτη ή εκμισθωτή πλοίου και που η επιστροφή του εξαρτά ται από την έκβαση της ναυτιλιακής επιχείρησης· ναυτοδάνειο. 2. (μτφ.) οποιοδήποτε δάνειο επισφαλές για το δανειστή ή ασύμφορο για το δανειζόμενο.
[λόγ. θαλασσο- + δάνειον]



