Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θαλάσσιος -α -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
θαλάσσιος, επίθ.
  • 1) Που προέρχεται από τη θάλασσα ή που ζει στη θάλασσα:
    • (Λίβ. (Lamb.) N 166).
  • 2) Θαλασσής:
    • σεντούκι κεντητό θαλάσσιον (Σπανός A 453).

[αρχ. επίθ. θαλάσσιος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θαλάσσιος -α -ο [θalásios] Ε6 : που ανήκει, που αναφέρεται στη θάλασσα, που προέρχεται απ΄ αυτήν: Θαλάσσιο φυτό / ζώο. Θαλάσσια λουτρά / ρεύματα. Θαλάσσιο σκι. Θαλάσσιες μεταφορές / συγκοινωνίες. Θαλάσσια αύρα. || ~ ελέφαντας, είδος φώκιας, μεγάλο σε μέγεθος, που έχει ρύγχος σαν προβοσκίδα. ~ λέων, θηλαστικό που ζει στη θάλασσα, μοιάζει με φώκια και έχει πτερύγια στα αυτιά.

[λόγ. < αρχ. θαλάσσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες