Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θήλαστρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θήλαστρο το [θílastro] Ο40 : 1. συσκευή με την οποία τραβούν το γάλα από τους μαστούς της γυναίκας. 2. (παρωχ.) μπιμπερό.

[λόγ. θηλασ- (θηλάζω) -τρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες