Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θέσφατο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θέσφατο το [θésfato] Ο40 : 1. (πληθ., στην αρχαιότητα) θείες εντολές, χρησμοί. 2. γνώμη, απόφαση που πρέπει να γίνει σεβαστή σαν να προέρχεται από το Θεό: Ό,τι έλεγε ο δάσκαλος / ο πατέρας ήταν για μας ~.

[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. τά θέσφατα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες