Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θέσπιση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θέσπιση η [θéspisi] Ο33 : η ενέργεια του θεσπίζω: H ~ κινήτρων / μέτρων για την αποκέντρωση του πληθυσμού / της βιομηχανίας.

[λόγ. < μσν. θέσπι(σις) -ση < θεσπι- (θεσπίζω) -σις (διαφ. το ελνστ. ή μσν. θέσπισις `προφητεία΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go