Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θέρμη
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
θέρμη η.
  • 1)
    • α) Ζέστη, ζεστασιά:
      • (Θησ. Ε´ [992]
    • β) (μεταφ.) πάθος:
      • στη θέρμη του θυμού (Ερωφ. Δ´ 276· Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [367]).
  • 2) Θερμοκρασία:
    • (Ιερακοσ. 36825).
  • 3) Πυρετός:
    • ξεκαημένος από τους πόνους και την θέρμην (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 437).

[αρχ. ουσ. θέρμη. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θέρμη 1 η [θérmi] Ο30 (χωρίς πληθ.) : έντονο ενδιαφέρον, προθυμία που χαρακτηρίζεται από μια έκδηλη ψυχική ένταση: Ο δάσκαλός του τον υποστήριξε με ~. Mιλούσε με τόση ~ για τα σχέδιά του, ώστε μας συγκίνησε όλους. Προσευχήθηκε με πολλή ~.

[λόγ. < αρχ. θέρμη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θέρμη 2 η : (λαϊκότρ.) πυρετός. || (πληθ.) περιοδικοί πυρετοί, κυρίως πυρετοί ελονοσίας: Tον έπιασαν οι θέρμες. Aυτός ο τόπος παλιά είχε θέρμες.

[αρχ. θέρμη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες