Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θέλγω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θέλγω [θélγo] -ομαι Ρ3 : ασκώ ελκτική δύναμη, γοητεία· γοητεύω, τραβώ. || (ιδ. για ερωτικό ενδιαφέρον): Tον έθελξαν τα κάλλη της.

[λόγ. < αρχ. θέλγω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go