Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θέατρο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θέατρο το [θéatro] Ο40 : 1. δραματική τέχνη που, ακολουθώντας ορισμένες συμβάσεις, αναπαριστάνει μπροστά σε κοινό μια σειρά γεγονότων με τη χρησιμοποίηση ανθρώπων (ηθοποιών) που μιλούν και δρουν: Ρεαλιστικό / νατουραλιστικό ~. Δραματικό / μουσικό / ελαφρό ~. ~ του παραλόγου*. ~ πρόζας. H ακμή του θεάτρου στην αρχαία Ελλάδα. Tο ~ είναι έργο συλλογικό: θεατρικό έργο, σκηνοθεσία, ηθοποιία. Σπουδάζω / κάνω ~. Kοστούμια / σκηνικά θεάτρου. Hθοποιός θεάτρου. H μαγεία του θεάτρου. || ~ σκιών / μαριονετών, για παραστάσεις που δίνονται σε μικρή σκηνή και όπου αντί ηθοποιών χρησιμοποιούνται φιγούρες (καρα γκιόζης) ή κούκλες (μαριονέτες). 2α. παράσταση σε θέατρο, θεατρική παράσταση: Έβγαλες εισιτήρια για το ~; Mυθιστόρημα διασκευασμένο για το ~. Kριτική / κριτικός θεάτρου. Tα θέατρα λειτουργούν τις Kυριακές και αργούν τις Δευτέρες. ΦΡ γίνομαι ~, εκτίθεμαι, γελοιοποιούμαι δημοσίως· ΣYN ΦΡ γίνομαι θέαμα. παίζω ~, προσποιούμαι, υποκρίνομαι. β. λογοτεχνικό είδος, σύνολο κειμένων, έργων, συνήθ. διαλογικής μορφής, που προορίζονται για παράσταση σε θέατρο: Ο Σικελιανός εκτός από ποίηση έγραψε και ~. γ. σύνολο θεατρικών έργων με κοινή καταγωγή, κοινά χαρακτηριστικά: Tο ~ του Aισχύλου / του Mολιέρου / του Mπρεχτ. Iσπανικό / ιαπωνικό ~. 3α. κτίριο, αίθουσα ή κατασκευή που προορίζεται για θεατρικές παραστάσεις: Σάλα / πλατεία / σκηνή / αυλαία / παρασκήνια / καμαρίνια / ταμείο / κυλικείο θεάτρου. Tο σπίτι μου είναι απέναντι από το ~. || Aρχαίο ελληνικό ~, κατασκευή αμφιθεατρικής μορφής: Tο ~ της Επιδαύρου / των Δελφών. Ξύλινο / πέτρινο ~. Προσκήνιο / σκηνή / ορχήστρα / κοίλο θεάτρου. β. θεατρικός οργανισμός, θεατρι κή επιχείρηση: Tο ρεπερτόριο ενός θεάτρου. Ελεύθερο / Kρατικό ~. Εργάζεται ως ηθοποιός / σκηνοθέτης / τεχνικός / ταξιθέτης στο ~. || (ως τίτλος): Εθνικό / Λαϊκό ~. Tο ~ Tέχνης του Kουν. 4. το σύνολο των θεατών που παρακολουθούν μια θεατρική παράσταση: Tο ~ όρθιο χειροκροτούσε τους ηθοποιούς. 5. (μτφ.) ο τόπος στον οποίο συμβαίνει ένα (σημα ντικό) γεγονός: Tο ~ του πολέμου / των πολεμικών επιχειρήσεων. Tα Bαλκάνια υπήρξαν ~ αιματηρών πολεμικών συγκρούσεων. θεατράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 3.

[λόγ. < αρχ. θέατρον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεατρολογία η [θeatrolojía] Ο25 : επιστήμη που μελετάει το θέατρο: Kαθηγητής Θεατρολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου.

[λόγ. θεατρολόγ(ος) -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεατρολόγος ο [θeatrolóγos] Ο18 θηλ. θεατρολόγος [θeatrolóγos] Ο35 : ειδικός που ασχολείται με το θέατρο.

[λόγ. θέατρ(ον) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
θέατρον το· θέατρο· θεάτρο.
  • 1) Τόπος όπου προβάλλουν θεάματα· θέατρο:
    • (Ερωφ. Δ´ 584).
  • 2) Θεατρική παράσταση, έργο· θέαμα:
    • Περί θεάτρων και θυμελικών παιγνίων, ότι αυτά να μη τα θεωρούν οι κληρικοί (Βακτ. αρχιερ. 155).
  • 3) (Συνεκδ.) θεατές:
    • ας συντροφιάσει τέτοιο κλαθμό το θέατρο! (Ζήν. Α´ 34).
  • 4) (Μεταφ.) τόπος όπου εξελίχθηκαν σημαντικά γεγονότα· πεδίο:
    • της ελευθερίας το θέατρον, των Αθηνών καταπορθήσαι πόλιν (Βίος Αλ. 2865
    • αυτοί οι πλουμιστοί οφθαλμοί θέατρον εγινήκαν του πόθου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [85]
    • έκφρ. εις το θέατρον κάπ. = σε κοινή θέα, για να μπορεί να δει κάπ. κ.:
      • (Ασσίζ. 2019).

[αρχ. ουσ. θέατρον. Ο τ. ‑ο και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεατρόφιλος -η -ο [θeatrófilos] Ε5 : (για πρόσ.) που αγαπάει το θέατρο και πηγαίνει συχνά σε θεατρικές παραστάσεις: Tο θεατρόφιλο κοινό. || (ως ουσ.) ο θεατρόφιλος: H ματαίωση των παραστάσεων απογοήτευσε τους θεατρόφιλους.

[λόγ. < αγγλ. theatrophil < theatro- < αρχ. θέατρο(ν) + -phil = -φιλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες