Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θάπτω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
θάπτω· θάβγω· θάβω· θάφτω· παθ. αόρ. εθάφτην· υποτ. αορ. θαφώ.
  • 1)
    • α) Ενταφιάζω, θάβω:
      • (Μαχ. 6807
    • β) (με σύστ. αντικ.):
      • θαμμό να τον θάψεις την ημέρα εκείνη (Πεντ. Δευτ. XXI 23).
  • 2) (Μεταφ.) βλάπτω κάπ.:
    • πρόσεχε μη με θάψεις (Προδρ. II 23).

[αρχ. θάπτω. Ο τ. θάβγω στο Du Cange και σήμ. κυπρ. Ο τ. θάφτω στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. θάβω και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες