Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θάμπωμα το [θámboma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θαμπώνω.
[θαμπώ(νω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- θάμπωμα το.
-
- Θολάδα, σκοτείνιασμα:
- άσχημα όλα έγιναν (ενν. τα πρόσωπα) και θάμπωμα γεμάτα (Διακρούσ. 8331).
[<θαμπώνω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Θολάδα, σκοτείνιασμα:



