Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θάμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θάμα το [θáma] Ο48 : (λαϊκότρ.) θαύμα. (έκφρ.) πράματα και θάματα, για γεγονότα, συμβάντα, ενέργειες που προκαλούν μεγάλη (θετική ή αρνητική) εντύπωση. ΦΡ εν τω άμα και το ~, για γεγονός ή φαινόμενο που συντελείται απρόσμενα και αμέσως μετά τη μνεία που έγινε γι΄ αυτό.

[αρχ. θαῦμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go