Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ηττώμαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηττώμαι [itóme] Ρ11 : υφίσταμαι ήττα· καταβάλλομαι από τον αντίπαλο στη μάχη ή στον πόλεμο, αποτυχαίνω σε μια αναμέτρηση κοινωνική, πολιτική, αθλητική κτλ. ANT νικώ: Οι Γερμανοί ηττήθηκαν στο β' παγκόσμιο πόλεμο. Hττήθηκε κατά κράτος. Hττήθηκε η εθνική μας ομάδα ποδοσφαίρου. Hττήθηκαν στις εκλογές. || (μππ.): Οι ηττημένοι λαοί. Οι ηττημένοι παίχτες. || (ως ουσ.): H αριστερά ήταν ο μεγάλος ηττημένος των εκλογών. (απαρχ.) ΦΡ ουαί* τοις ηττημένοις.

[λόγ. < αρχ. ἡττῶμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go